- θραύει
- θραύωbreak in piecespres ind mp 2nd sgθραύωbreak in piecespres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θραυστός — θραυστός, ή, όν (Α) [θραύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να θραύσει, ο εύθραυστος 2. κατάλληλος για κατακρήμνιση 3. αυτός που θραύει, που συντρίβει 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θραυστόν το θραύσμα … Dictionary of Greek
θραύστης — ὁ (Α θραύστης) νεοελλ. ο θραυστήρας αρχ. αυτός που θραύει, αυτός που συντρίβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) κοκκοθραύστης νεοελλ. αμυγδαλοθραύστης, θαλασσοθραύστης, καρυοθραύστης, κεφαλοθραύστης, κρανιοθραύστης, κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek
κλασιβώλαξ — κλασιβῶλαξ, ώλακος, ό, ή (Α) αυτός που θραύει τους βώλους τής γης («χαλκὸν ἀροτρητήν, κλασιβώλακα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶ (πρβλ. κλάσις) + βῶλαξ «βῶλος απὸ χώμα». Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
πυλλεί — Α (κατά τον Ησύχ.) «θραύει, λέγει, διαβοᾷ, θρυλλεῑ» … Dictionary of Greek
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek